- εὐστιβής
- εὐστιβήςwell-troddenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευστιβής — εὐστιβής, ές (Α) 1. (για δρόμο ή χώρο) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να πατήσει κανείς («εὐστιβὴς και βάσιμος ὁδός») 2. ευκολονόητος, σαφής («κατὰ τὴν εὐστιβῆ καὶ ἁπλουστέραν τοῑς πολλοῑς θεωρίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιβής (<… … Dictionary of Greek
εὐστιβῆ — εὐστιβής well trodden neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐστιβής well trodden masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐστιβής well trodden masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστιβές — εὐστιβής well trodden masc/fem voc sg εὐστιβής well trodden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)